- μηδαμοῖ
- μηδᾰμ-οῖ, Adv.A nowhither, prob. to be read for μηδαμοῦ or -μῇ in S.Ph.256, X.Lac. 3.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηδαμοί — μηδαμοῑ (Α) επίρρ. (πιθ. γρφ.) σε κανένα μέρος, πουθενά. [ΕΤΥΜΟΛ. μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. οῖ (πρβλ. οὐδαμ οῖ)] … Dictionary of Greek
μηδαμοῖ — nowhither indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδαμοί — μηδαμός not even one masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… … Dictionary of Greek